- ατριβής
- ἀτριβής, -ές (AM)1. αυτός που δεν έχει υποστεί τριβή2. (για τόπους) δίχως «τρίβον», αδιάβατος3. (για δρόμους) αυτός που δεν χρησιμοποιείται πολύ, απάτητος4. αμεταχείριστος, πρόσφατος5. (για τον τράχηλο ζώου) που δεν φέρει ζυγό6. μη εξασκημένος σε κάτι, αγύμναστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τριβής < τρίβώ].
Dictionary of Greek. 2013.